-
1 ἄνυμι
ἄνυμι, = ἀνύω, κοὐπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες Theocr. 7, 10; pass., ἤνυτο ἔργον, die Arbeit ward vollendet, Od. 5, 243; ἄνυτο χρόνος Theocr. 2, 92.
См. также в других словарях:
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek